χήτος — τὸ, Α (μόνον στην δοτ. χήτει) έλλειψη, ένδεια («τροφῆς χήτει λιμὸν δεδιότα», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά μόνο στη δοτ. χήτει / χήτει και ανάγεται στο ρ. χατέω, εμφανίζει, όμως, μακρό (δηλ. απαθές) το φωνήεν τής ρίζας *ghē (βλ. λ. χατέω)] … Dictionary of Greek
χήτις — ήτεως, ἡ, Α (μόνο στην δοτ. χήτει και ιων. τ. χήτι) έλλειψη, ένδεια, στέρηση («ἀλλοτρίοις χρώμασι καὶ σχήμασιν χήτει οἰκείων κοσμούμενον», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. ο οποίος ανάγεται στο ρ. χατέω, εμφανίζει, όμως, μακρό (δηλ. απαθές) το φωνήεν… … Dictionary of Greek
ĝhē-1, ĝhēi- — ĝhē 1, ĝhēi English meaning: to be empty, lack; to leave, go out Deutsche Übersetzung: A. “leer sein, fehlen”; B. “verlassen, fortgehen”, dann “gehen” Note: perhaps to ĝhē , ĝhēi “ yawn, klaffen” (compare “gähnende emptiness… … Proto-Indo-European etymological dictionary